ἠλοσύνη
Look at other dictionaries:
ηλοσύνη — ἠλοσύνη, αιολ. τ. ἀλοσύνα, ἡ (Α) [ηλεός) η ηλιθιότητα … Dictionary of Greek
ἠλοσύνῃ — ἠλοσύνη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠλοσύνην — ἠλοσύνη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)